ὀχύρωμα

ὀχύρωμα
3794 ὀχύρωμα
{сущ., 1}
укрепленное место, крепость; перен. твердыня (2Кор. 10:4).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ὀχύρωμα" в других словарях:

  • ὀχύρωμα — stronghold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης …   Dictionary of Greek

  • οχύρωμα — το, ατος έργο τεχνικό που κάνει ασφαλή έναν τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σερμπεντζές — Οχύρωμα της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας. Ξεκινούσε ΝΑ της Ακρόπολης και κάλυπτε ένα τεράστιο τμήμα της πόλης. Το Νοέμβριο του 1821 το κατέλαβαν οι έλληνες επαναστάτες …   Dictionary of Greek

  • ὀχυρωμάτων — ὀχύρωμα stronghold neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασι — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασιν — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματα — ὀχύρωμα stronghold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματι — ὀχύρωμα stronghold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματος — ὀχύρωμα stronghold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταποτειχίζω — ἀνταποτειχίζω (Α) χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»